-
1 ρίγος
[ригос] ουσ. о. озноб, дрожь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρίγος
-
2 знобить
-
3 озноб
-
4 дрожь
-
5 лихорадить
-
6 лихорадка
-
7 трепетание
трепет||а́ниес I. прям-, перен τό τρεμούλιασμα, τό ρίγος/ тк. перен τό σκίρτημα· \трепетание восторга ρίγος ἐνθουσιασμού· радостный \трепетание τό σκίρτημα χαράς·2. (огня) ἀναλαμπή, τό τρεμόσβημα·3. (страх, ужас) τρόμος, δέος:внушать кому́-л. \трепетание προξενώ τρόμο σέ κάποιον. -
8 знобить
-битρ.δ.μ.1. (απρόσ.) ριγώ, με πιάνει ρίγος (από κρύο ή πυρετό).2. ψύχω, κρυώνω, παγώνω.(απλ.) ριγώ, με πιάνει ρίγος. -
9 леденящий
επ. από μτχ.παγερός, κρύος, ψυχρός•леденящий ветер παγερός άνεμος.
|| μτφ. τρομερός, συγκλονιστικός•леденящий ужас ρίγος φρίκης•
леденящий страх ρίγος φόβου.
-
10 трепет
-а α.1. τρεμούλιασμα• ταλάντευση• κλονισμός2. χτύπος, παλμός. || μαρμαρυγή, αναλαμπή, λαμπύρισμα, τρεμοφέγγισμα.3. διέγερση ψυχική• ρίγος•трепет восторга ρίγος από ενθουσιασμό.
|| μτφ. οργασμός, ζωηρή κίνηση.4. μτφ. ανατριχίλα, φρίκη, φόβος και τρόμος. -
11 холодеть
-ю, -еешьρ.δ.1. κρυώνω, ψυχραίνω, γίνομαι πιο κρύος•водэ. -ет το νερό κρυώνει.
2. μου περνά κρύο, ρίγος (από δυνατό αίσθημα)•он -л читая описание казни αυτού του περνούσε ρίγος όταν διάβαζε την περιγραφή της εκτέλεσης.
|| κρυώνω, παγώνω•холодеть руки и ноги у меня -еют τα χέρια και τα πόδια-μου παγώνουν.
εκφρ.кровь -еет(в жилах) – παγώνει το αίμα στις φλέβες (από φρίκη, φόβο κ.τ.τ.). -
12 дрожание
1. (света, огня и т.п.) το τρε-μόσβημα, η αναλαμπή 2. (вздрагивание)η τρεμούλα, το τρέμουλο, το ρίγος ^(сотрясение, колебание) η δόνηση, ο παλμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дрожание
-
13 лихорадка
мед. το ρίγος, το σύγκρυο· крапивная - ο εξανθηματικός πυρετόςсенная - η αλλεργία προκαλούμενη από τη γύρη λουλουδιών, δέντρωνθάμνων κ.λπРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лихорадка
-
14 озноб
мед. το ρίγος, το σύγκρυο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > озноб
-
15 дрожь
дрожьж ἡ τρεμούλα, τό τρεμούλιασμα, χό ΡΐΥ°ς· нервная \дрожь τό νευρικό ρίγος' \дрожь пробежала по всему́ телу ἀνατρίχιασα ὁλόκληρος· меня бросило в \дрожь μ' ἐπιασε ἀνατριχίλα. -
16 зиобцить
зиобци́тьнесов безл:меня \зиобцитьит αἰ-σθάνομαι ρίγος. -
17 обдавать
обдаватьнесов, обдать сов1. (обливать, окатывать) περιχύνω, καταβρέχω:\обдавать кипятком ζεματίζω· \обдавать грязью καταλασπώνω· \обдавать презрением перен περιφρονώ κάποιον·2. безл:его́ о́бдало холодом τοῦ ήρθε ρίγος· его́ о́бдало волной τόν περέχυσε (или τόν κατάβρεξε) τό κῦμα -
18 озноб
ознобм τό ρίγος, ἡ κρυάδα, τά σύγ-κρυα. -
19 пробегать
пробе́гать Iсов τρέχω:\пробегать весь день по городу τρέχω ὅλη τήν ἡμέρα στήν πόλη.пробега́ть IIнесов, пробежать сов прям., перен διατρέχω, περνώ:\пробегать глазами ρίχνω μιά ματιά· у меня по спине́ дрожь пробежала μ· Επιασε ρίγος, ἀνατρίχιασα. -
20 пробирать
пробира||тьнесов разг1. (прохватывать) διαπερ(ν)ῶ:меня \пробиратьет дрожь μέ πιάνει ρίγος·2. (бранить) μαλώνω (μετ.), κατσαδιάζω, ἐπιπλήττω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥῖγος — frost neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίγος — το / ῥῑγος, ΝΜΑ ιατρ. παροδικός τρόμος, τρεμούλα, που οφείλεται σε αίσθημα ψύχους και εμφανίζεται όταν ο οργανισμός υποβάλλεται σε απότομη πτώση τής θερμοκρασίας τού περιβάλλοντος, οπότε είναι περιφερειακής προελεύσεως, καθώς και κατά την εισβολή … Dictionary of Greek
ρίγος — το ους 1. τρεμούλιασμα του σώματος εξαιτίας κρύου, κρυάδα, σύγκρυο: Από το πολύ κρύο τον έπιασε ρίγος. 2. το πρώτο στάδιο σε μερικές αρρώστιες (ελονοσία κτλ.): Του ρθε πάλι ρίγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ριγεδανός — ή, όν, Α 1. αυτός που προκαλεί ρίγος 2. (κατ) επέκτ.) φρικτός, φοβερός 3. ο ριγηλός. επίρρ... ῥιγεδανῶς Α με ρίγος, ῥιγηλῶς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος, πιθ. μέσω αμάρτυρου προσηγορικού *ῥιγεδών (< ῥιγέω, ῶ + επίθημα δών), πρβλ. πευκεδανός] … Dictionary of Greek
ριγηλός — ή, ό / ῥιγηλός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. αυτός που ριγεί, που τρέμει από το κρύο, ο τρεμουλιάρης μσν. αρχ. αυτός που προκαλεί ρίγος, φρίκη («ῥιγηλὸν ὄνειδος», Ανθ. Παλ.). επίρρ... ῥιγηλῶς Α με ρίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + κατάλ. ηλός (πρβλ. σφριγ… … Dictionary of Greek
ριγώ — (I) ώω, Α τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος κατά το ἱδρώω (< ἱδρώς)]. (II) όω, Α τρέμω από το κρύο, κρυώνω («ῥιγοῡν τε γὰρ καὶ είναι γυμνή», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχηματισμός από το ρ. ῥιγώω, που μαρτυρείται στη μτχ.… … Dictionary of Greek
ριγώδης — ῶδες, Α [ῥῑγος] 1. αυτός που συνοδεύεται από ρίγος 2. αυτός που προκαλεί ρίγος … Dictionary of Greek
ῥίγει — ῥί̱γει , ῥῖγος frost neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥί̱γεϊ , ῥῖγος frost neut dat sg (epic ionic) ῥί̱γει , ῥῖγος frost neut dat sg ῥί̱γει , ῥιγέω shudder pres imperat act 2nd sg (attic epic) ῥί̱γει , ῥιγέω shudder imperf ind act 3rd sg (attic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορριγώ — ἀπορριγῶ ( έω κ. όω) (Α) 1. έχω ρίγος, τρέμω 2. ( έω) οπισθοχωρώ τρέμοντας, φοβάμαι, δειλιάζω 3. ( όω) τρέμω από το κρύο, κρυώνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ριγώ ( έω κ. όω) < ρίγος) … Dictionary of Greek
καταριγηλός — καταριγηλός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχιαστικός, τρομερός, φρικτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥιγηλός (< ῥῖγος)] … Dictionary of Greek
ρίγιον — Α επίρρ. (συγκρ. τού ῥῑγος) 1. ψυχρότερα («ποτὶ ἔσπερα ῥίγιον ἔσται», Ομ. Οδ.) 2. φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥίγιον ἄλλο», Ησίοδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός τού ῥῖγος, κατά το αρχ. σχήμα ἄλγος: ἀλίων: ἄλγιστος, κέρδος: κερδίων: κέρδιστος] … Dictionary of Greek